- θέλγητρον
- θέλγητρονcharmneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θελγήτροις — θέλγητρον charm neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θελγήτρων — θέλγητρον charm neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγητρα — θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέλγητρο — το (AM θέλγητρον) [θέλγω] 1. αυτό με το οποίο θέλγει, μαγεύει κάποιος, μέσο γοητείας, γοητεία, χάρη 2. μαγικό μέσο για τον έρωτα, ερωτικό φίλτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω. Η κατάλ. η τρον παρεκτεταμένος τ. τής τρον, αναλογικά προς τ. όπως φόβη τρον.… … Dictionary of Greek
θέλκταρ — θέλκταρ, το (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θέλγητρον». [ΕΤΥΜΟΛ. < θέλγ ω + κατάλ. ταρ, πιθ. κατά τα ίκταρ, νέκταρ (βλ. και λ. θέλγητρο)] … Dictionary of Greek
θέρμητρον — θέρμητρον, τὸ (Α) το θερμηρόν*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θερμός + επίθημα τρον (πρβλ. θέλγητρον, σάρωτρον κ.ά.)] … Dictionary of Greek
θέλγητρ' — θέλγητρα , θέλγητρον charm neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)